σύγκρατος

σύγκρατος
(I)
-ον, Α
1. ανάμικτος
2. στενά συνδεδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -κράτος (< θ. κρατού κεράννυμι «αναμιγνύω», πρβλ. αόρ. β' -κρά-θην), πρβλ. εὔ-κρατος].
————————
(II)
-η, -ο, Ν [συγκρατώ]
(στον Ερωτόκρ.) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε δεμάτι («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες δίχως πόνο»).
————————
(III)
-η, -ο, Ν
(ιδιωμ. τ.) αναμεμιγμένος με κρέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σύγκρατος — σύγκρᾱτος , σύγκρατος mixed together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκρατον — σύγκρᾱτον , σύγκρατος mixed together masc/fem acc sg σύγκρᾱτον , σύγκρατος mixed together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύγκρατος — ἀσύγκρατος, ον (Α) ο ανάρμοστος, ο ασυμβίβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σύγκρατος (< συγκεράννυμι) «ανάμικτος, στενά ενωμένος»] …   Dictionary of Greek

  • πολυσύγκρατος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προήλθε από την ανάμιξη πολλών υλικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σύγκρατος (< συγκεράννυμι)] …   Dictionary of Greek

  • συγκρασία — ἡ, Α [σύγκρατος (Ι)] πιθ. σύγκραση …   Dictionary of Greek

  • συγκράτοις — συγκρά̱τοις , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκράτου — συγκρά̱του , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκράτους — συγκρά̱τους , σύγκρατος mixed together masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκράτωι — συγκρά̱τῳ , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκράτων — συγκρά̱των , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”