σύγκρατος — σύγκρᾱτος , σύγκρατος mixed together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκρατον — σύγκρᾱτον , σύγκρατος mixed together masc/fem acc sg σύγκρᾱτον , σύγκρατος mixed together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύγκρατος — ἀσύγκρατος, ον (Α) ο ανάρμοστος, ο ασυμβίβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σύγκρατος (< συγκεράννυμι) «ανάμικτος, στενά ενωμένος»] … Dictionary of Greek
πολυσύγκρατος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προήλθε από την ανάμιξη πολλών υλικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σύγκρατος (< συγκεράννυμι)] … Dictionary of Greek
συγκρασία — ἡ, Α [σύγκρατος (Ι)] πιθ. σύγκραση … Dictionary of Greek
συγκράτοις — συγκρά̱τοις , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκράτου — συγκρά̱του , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκράτους — συγκρά̱τους , σύγκρατος mixed together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκράτωι — συγκρά̱τῳ , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκράτων — συγκρά̱των , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)